χορωνός

χορωνός
ὁ, Α
(ποιητ. τ.) είδος στεφάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + κορώνη «είδος στεφάνου» με συμφυρμό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χορωνῷ — χορωνός crown masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορωνόν — χορωνός crown masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρικόρωνος — ον, Α αυτός που έχει ηλικία τριπλάσια τής κουρούνας, ο πολύ γέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κόρωνος (< κορώνη «κουρούνα»), πρβλ. τετρα χόρωνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”